- περίσεπτος
- -έπτη, -ον, Α [σεπτός]εξαιρετικά σεπτός, πολύ τιμημένος, πολύ σεβάσμιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίσεπτον — περίσεπτος much revered masc acc sg περίσεπτος much revered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίσεπται — περίσεπτος much revered fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)